- ψυχοταμίας
- ψυχοταμίᾱς , ψυχοταμίαςkeeper of soulsmasc acc plψυχοταμίᾱς , ψυχοταμίαςkeeper of soulsmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοταμίας — ὁ, Α φύλακας τών ψυχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ταμίας] … Dictionary of Greek